- πρωτάρχης
- ὁ, Αο αρχηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτάρχας — πρωτάρχᾱς , πρωτάρχης commander masc acc pl πρωτάρχᾱς , πρωτάρχης commander masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωταρχία — ἡ, Μ [πρωτάρχης] ηγεσία, αρχηγία … Dictionary of Greek
πρωταρχικός — ή, ό, Ν 1. ο πρώτος και αρχικός, πρώτος πρώτος, πρώτιστος («πρωταρχικό σου καθήκον είναι να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου απέναντί του») 2. βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός («η συμμετοχή του στο συμβούλιο είναι πρωταρχικής σημασίας») 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πρωταρχώ — έω, Α [πρωτάρχης] (είμαι πρώτος άρχων … Dictionary of Greek
πρωτάρχου — πρώταρχος primal masc gen sg πρωτάρχης commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)